-
1 θρασύτητα
[-ης (-ητος)] η дерзость, наглость, нахальство -
2 θρασύτητα
θρασύτηςover-boldness: fem acc sg -
3 θρασύτητα
cheekΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θρασύτητα
-
4 küstahlık
θρασύτητα, αναίδεια -
5 дерзость
-
6 нахрап
-а α. (απλ.)1. αυθάδεια, θρασύτητα.2. επίρ. -ом αυθαδώς, με αυθάδεια, με θρασύτητα. -
7 παραιρεω
(aor. 2 παρεῖλον, pf. παρῄρηκα) тж. med.1) отнимать, отбирать, лишать(τι Eur.)
π. τοῦ φρουρίου Thuc. — разрушить часть укрепления;π. φρονήματος Eur. — лишать (части) разума;αὐτοὺς τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου παρῃρῆσθαι Iphicrates ap. Arst. — лишить самого себя военного снабжения2) брать, выбирать:(τῶν ἀρῶν) τέν μίαν π. ἔς τινα Eur. обрушить на кого-л. одно из проклятий
3) med. отрывать, похищать(τινα μητρός Eur.)
4) med. уничтожать, подавлять(τέν θρασύτητα Dem.)
5) med. захватывать, завладевать(πόλεις Dem.; ὅπλα Xen.; τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις Polyb.; τὰ προπεπονημένα Theophrastus ap. Plut.)
6) med. лишать гражданских прав(τοὺς ἐκ δούλου Arst.)
-
8 дерзость
дерзост||ьж1. ἡ θρασύτητα [-ης], ἡ αὐθάδεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ προπέτεια:говорить \дерзостьи ὀμιλῶ ἀναιδῶς, ὀμιλω μέ αὐθάδεια· иметь \дерзость ἔχω τό θράσος·2. (смелость) ἡ τόλμη, ἡ ἀποκοτιά. -
9 наглость
нагло||стьж ἡ θρασύτητα, ἡ αὐθάδεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ ξετσιπωσιά:какая \наглостьсть! τί ἀναίδεια!, τί ξετσιπωσιά! -
10 υπολαμβάνω
(αόρ. υπέλαβον, παθ. αόρ. υπελήφθην) μετ. уст.1) перебивать (говорящего); υπολαβών είπε он перебил его и сказал; 2) считать (кем-чем-л.), принимать (за кого-что-л.);μην υπολαμβάνετε την θρασύτητα ως τόλμην — не надо принимать наглость за смелость
-
11 presumptuousness
noun θρασύτητα -
12 дерзость
[νπέρζαστ'] οοσ. θ. αναίδεια, θρασύτητα -
13 наглость
[*][νάγκλαστ’1 ουσ. θ. αυθάδεια, θρασύτητα -
14 дерзость
[νπέρζαστ'] ουσ θ αναίδεια, θρασύτητα -
15 наглость
[*][νάγκλαστ’1 ουσ θ αυθάδεια, θρασύτητα -
16 дерзкий
επ., βρ:, зок, -зка, -зко.1. αυθάδης, θρασύς, ιταμός, αναιδής• ανάγωγος•дерзкий мальчишка ανάγωγο παιδί, παλιόπαιδο•
дерзкий ответ αυθάδικη απάντηση•
-ая выходка αυθάδεια, θρασύτητα.
2. τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απόκοτος. -
17 дерзость
-и θ.1. αυθάδεια, θρασύτητα, αναίδεια, ιταμότητα, προπέτεια. || ιταμή πράξη, άσχημες εκφράσεις, λόγια.2. τολμηρότητα, το παράτολμον, αποκοτιά. -
18 нагло
επίρ.με αυθάδεια, με θρασύτητα, με αναίδεια. -
19 наглость
-и θ.1. αυθάδεια, θρασύτητα, αναίδεια, ιταμότητα.2. αναιδής πράξη. -
20 нахраписто
επίρ.αυθαδώς, αναιδώς, με θρασύτητα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρασύτητα — η αναίδεια, αυθάδεια: Τον εξόργισε η θρασύτητα των λόγων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρασύτητα — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στις απαγορευμένες υπαίθριες συναθροίσεις και αναλύεται σε δύο εγκλήματα, αντίστοιχα: την απλή συμμετοχή σε απαγορευθείσα συνάθροιση και την μη απομάκρυνση από συνάθροιση (τυχαία ή μη) έπειτα από τριπλή… … Dictionary of Greek
θρασύτητα — θρασύτης over boldness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боуѥсть — БОУѤСТ|Ь (43), И с. 1.Удаль, отвага, неустрашимость: имь же чтетсѩ [жертвенной кровью] б҃гыни. и си же д҃ва. ти же бо и. малакию чтоша. и буесть почтоша. (ϑρασύτητα) ГБ XIV, 16а; аще лучитсѩ и дв҃цамъ послужити арѳемидѣ. нагы не закрывающе… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα … Dictionary of Greek
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek
блѧдьство — БЛѦДЬСТВ|О (14*), А с. 1.Обман, ложь, пустословие: ни инѣмъ словесьмъ тъщеславивымъ. и кычивыимъ. нъ въсприѥмъ ѥлико на пользоу соуть. съложени˫а словесъ и съставлѥни˫а. проча˫а всѣмъ ѡстави. ими же соуѥть˫а словеса. и гл҃и бл˫адьствомъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AUDACES — I. AUDACES apud Claudian. de Bell. Gildon. v. 220. Audaces legat ipsa viras, qui colla ferarum Arte ligent, certôque premant venabula nisu: Iustiniano Novellâ 105. εὐδοκιμοῦντες τῇ τόλμῃ, alias παράβολοι, homines dicti sunt perditaeac desperatae… … Hofmann J. Lexicon universale
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
έκτολμος — ἔκτολμος, ον (Μ) 1. θρασύς, παράτολμος 2. επίρρ. ἐκτόλμως με πολλή τόλμη ή θρασύτητα, παράτολμα … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek